- αναβάνω
- (αόρ. ανάβανα) μετ. обл вспоминать;
κάποιος σ· αναβάνει — кто-то тебя вспоминает;
δεν τ· αναβάνει ο νούς μου — не могу вспомнить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κάποιος σ· αναβάνει — кто-то тебя вспоминает;
δεν τ· αναβάνει ο νούς μου — не могу вспомнить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναβάνω — και αναβάλλω και αναθιβάνω και αναθιβάλλω και αθιβάλλω θυμούμαι, αναφέρω κάποιον: Παίζει τομάτι μου· κάποιος μ αναθιβάνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)