αναβάνω

αναβάνω
(αόρ. ανάβανα) μετ. обл вспоминать;

κάποιος σ· αναβάνει — кто-то тебя вспоминает;

δεν τ· αναβάνει ο νούς μου — не могу вспомнить


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αναβάνω" в других словарях:

  • αναβάνω — και αναβάλλω και αναθιβάνω και αναθιβάλλω και αθιβάλλω θυμούμαι, αναφέρω κάποιον: Παίζει τομάτι μου· κάποιος μ αναθιβάνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»